τοιαύτην

τοιαύτην
τοιοῦτος
such as this
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύμπηξη — η / σύμπηξις, ήξεως, ΝΑ [συμπήγνυμι] σύνθεση, συναρμογή νεοελλ. ίδρυση, συγκρότηση, διοργάνωση («σύμπηξη εταιρείας») αρχ. 1. προσαρμογή, συμφωνία («τοιαύτην πρὸς τὸ μαντικὸν πνεῡμα λαμβάνειν σύγκρασιν τὴν ψυχὴν καὶ σύμπηξιν», Πλούτ.) 2. (σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • АРИСТОТЕЛЬ —    • Aristoteles,           Άριστοτέλης, знаменитый основатель школы перипатетиков, самый глубокий и всеобъемлющий ум древности, родился в Стагире (отсюда о Σταγιρίτης, Стагирит) на македонском полуострове Халкидик у Стримонского залива в 384 г.… …   Реальный словарь классических древностей

  • обѣщаниѥ — ОБѢЩАНИ|Ѥ1 (159), ˫А с. 1.Обещание: се нынѣ гл҃ю ти. потъщисѧ съвьрьшити ѡбѣщаниѥ свое. ЖФП XII, 48а; аще потреба бѹдеть ѥп(с)па поставити... въ трехъ лiцѣхъ избраниѥ... не даниѧ ради ни ѡбѣщаниѧ дара и ѧже по сихъ. но вѣдѧще ихъ правыѧ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ASPHALTUS et ASPHALTIS et ASPHALTITES — ASPHALTUS, et ASPHALTIS, et ASPHALTITES lacus Iudaeae in Pentapoli, in quo nihil grave submergi potest. In eo fuêre So doma et Gomorrha, Admah et Zeboim, quae, propter nefandam populi luxuriem et libidinem, caelitus exustae sunt. Mare mortuum, a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHARMACI — dicebantur olim οἱ τὰς πόλεις καθαίροντες, qui Urbes lustrabant. Eustathius ad Odyss. χ. Ο῞τι δε καὶ δἰ αἵματος ἦν κάθαρσις, αἱ ἱςτορίαι δηλοῦσιν, ὁποῖα καὶ ἡ τῶ φονἐων. οἳ αἵματι νιπτόμενει καθάρσιον ἕιχον αὐτὸ. λέγονται δὲ οἱ περὶ τὴν τοιαύτην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επαναθεώμαι — επαναθεώμαι, άομαι (Α) βλέπω πάλι, εξακριβώνω πάλι («σέ ἐπαναθεασάμενος ἦα ὁποῑος τίς ποτέ φαίνη ἰδεῑν ὁ τοιαύτην ψυχὴν ἔχων», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • επιστροφή — η (AM ἐπιστροφή) [επιστρέφω] η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων») 2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν… …   Dictionary of Greek

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

  • οϊστοβρόχιον — ὀϊστοβρόχιον, τὸ (Μ) καταιγισμός βελών («βούλεται λέγειν ὑποκοριστικῶς ὀϊστοβρόχιον τὴν τοιαύτην χύσιν τών ὀϊστῶν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βρόχιον (< βροχή)] …   Dictionary of Greek

  • παντέλεια — Γιορτή των αρχαίων Ελλήνων που αποτελούσε μέρος της λατρείας της θεάς Δήμητρας. Η γιορτή δεν είχε πανελλήνιο χαρακτήρα αλλά τοπικό (Ελευσίνα, Συρακούσες). * * * ἡ, Α [παντελής] 1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”